γλάκι

γλάκι
γλάκι, το και γλάκιο, το
ο δρόμος, το τρέξιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλάκι — και γλάκιν και γλάκιο και γλάκιον, το [γλακώ] το τρέξιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”